- τροχοπέδη
- τροχοπέδηthe dragfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχοπέδη — η, ΝΑ 1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης τής κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο 2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία τής μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» … Dictionary of Greek
τροχοπέδη — η 1. κάθε μέσο ή μηχανισμός που ελαττώνει ή σταματά την κίνηση τροχού, το φρένο. 2. μτφ., σταμάτημα διάφορων ενεργειών, φραγμός: Έβαλαν τροχοπέδη στις επιδιώξεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχοπέδην — τροχοπέδη the drag fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
εποχέας — ο (Α ἐποχεύς) [επέχω] 1. αυτός που εμποδίζει, συγκρατεί 2. εξάρτημα άμαξας με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τών πίσω τροχών στον κατήφορο, η τροχοπέδη … Dictionary of Greek
καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… … Dictionary of Greek
ναυσιπέδη — ναυσιπέδη, ἡ (Α) καραβόσχοινο ή άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)] … Dictionary of Greek
σειραϊσμός — (Μουσ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη μουσική σύνθεση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία των μουσικών παραγόντων (τονικό ύψος, ρυθμός, δυναμική και ηχόχρωμα) καθορίζεται με βάση αριθμητικέςσχέσεις, αναλογίες ή άλλους μαθηματικούς… … Dictionary of Greek
τροχοδέτης — ο, Ν σχοινί που χρησιμοποιείται στην τροχοπέδη για τη μεταφορά τής ενέργειας τού τροχοπεδητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + δέτης (πρβλ. λαιμο δέτης)] … Dictionary of Greek
τροχοπέδηση — η, Ν [τροχοπεδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχοπεδώ, επίσχεση ή επιβράδυνση τής κίνησης τροχού ή τροχών με τροχοπέδη, φρενάρισμα … Dictionary of Greek